-
1 κεντώ
[кендо] р. вышивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κεντώ
-
2 укол
уколмч1. τό τσίμπημα, τό κέντημα, ὁ νυγμός, τό σούβλισμα2. мед. ἡ ἔνεση[-ιςί \уколоть сов1. τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω, σουβλίζω:\уколоть руку игло́й τρυπώ τό χέρι μέ τό βελόνι·2. перен κεντώ:\уколоть чье-л. самолюбие κεντώ τή φιλοτιμία κάποιου. -
3 вышить
-
4 жалить
-
5 укусить
-
6 вышить
-шью, -шьешь, προστκ. вышей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вышитый, βρ: -шит, -а, -оρ.σ.μ.1. κεντώ•вышить узор на платье κεντώ σχέδιο στο φόρεμα.
2. πλουμίζω. -
7 исшить
изошью, изошьшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исшитый-шит, -а, -о ρ.σ.μ.1. παλ. κεντώ•исшить ворот κεντώ το γιακά.
2. καταναλώνω για κέντισμα. -
8 щекотать
щекотать 1-кочу, -кочешьρ.δ.μ.1. γαργαλίζω•щекотать детей вредно το γαργάλισμα βλάφτει τα παιδιά.
|| ερεθίζω, προκαλώ κνησμό• τρώγω•у меня в горле -чет με τρώει ο λαιμός.
2. μτφ. κεντώ, ερεθίζω, διεγείρω•щекотать самолюбие κεντώ το φιλότιμο•
щекотать нервы διεγείρω τα νεύρα•
щекотать в носу με τρώει, η μύτη.
щекотать 2-кочетρ.δ.κελαηδώ, λαλώ•в кустах соловей -чет στους θάμνους το αηδόνι, κελαηδεί.
-
9 вышивание
το κέντημα- ть κεντώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вышивание
-
10 впиваться
впиватьсянесов μπήγομαι, χώνομαι, τρυπῶ, καρφώνομαι (о булавке и т. п.)/ κεντῶ, κεντρώ, τσιμπώ (о насекомых)/ δαγκάνω (о пиявке):\впиваться когтями γαντζώνομαι μέ τά νύχια· \впиваться зубами μπήγω τά δόντια μου· ◊ \впиваться глазами в кого-л., во что-л. τρώγω κάποιον μέ τά μάτια μου. -
11 вышивать
вышиватьнесов κεντώ. -
12 колоть
колоть Iнесов1. (иголкой и т. п.) τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω·2. безл:в боку́ колет μέ σουβλίζει τό πλευρό·3. перен (язвить, попрекать) πειράζω, τσιγκλάω.колоть IIнесов (раскалывать) σχίζω, σπάζω, θρυμματίζω:\колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть сахар σπάζω τή ζάχαρη· \колоть орехи σπάζω τά καρύδια.колоть IIIсов и несов (раскалываться) σπάζω (άμετ.) (о сахаре)/ σχίζομαι (о дровах). -
13 накалывать
накалыватьнесов I. (раскалывать) κομματιάζω, τεμαχίζω, σχίζω·2. (прикалывать) καρφιτσώνω, στερεώνω:\накалывать значок καρφιτσώνω τό σήμα·3. (укалывать) τσιμπώ, κεντῶ, τρυπῶ. -
14 прокалывать
прокалыватьнесов (δια)τρυπώ, κεντώ, ἀγκυλώνω/ κάνω παρακέντηση (нарыв):\прокалывать шину τρυπώ τό ἐλαστικό. -
15 расшивать
расшиватьнесов1. (украшать вышивкой) κεντώ, στολίζω μέ κεντήματα·2. (распарывать) ξηλώνω (μετ.):\расшивать мешок ξηλώνω τό σακκί· \расшивать книгу χαλώ τό δέσιμο τοῦ βιβλίου·3. тех. μερεμετίζω. -
16 шить
шитьнесов ράβω, ράπτω:\шить на машинке ράβω στήν ραπτομηχανή· \шить на руках ράβω μέ τό χέρι· \шить шелком κεντώ μέ μετάξι· \шить. серебром ἀσημοκεντώ· \шить золотом χρυσοκεντώ· ◊ шито белыми нитками φαίνεται ἀπό μακρυά· не лыком шит разг κάτι ἀξίζω, κάτι καταλαβαίνω· шито-крыто ὁὔτε γάτα ὁὔτε ζημιά, τά κάνω πλακάκια. -
17 вышивать
[*][βυσυβάτ") ρ. κεντώ -
18 расшивать
[ρασσυβάτ*] ρ. κεντώ^ -
19 вышивать
[βυσυβάτ" ρ κεντώ -
20 расшивать
[ρασσυβάτ'] ρ κεντώ^
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεντώ — και κεντάω κέντησα, κεντήθηκα, κεντημένος 1. τρυπώ, τσιμπώ, κεντρίζω: Με κέντησε μια σφήκα. 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί σουβλιές: Χτες με κεντούσε το στομάχι μου. 3. παρακινώ: Μου κέντησε την περιέργεια να μάθω περισσότερα γι αυτόν. 4. διακοσμώ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
κεντώ — κεντάω / κεντώ, κέντησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κεντῶ — κεντάω pres imperat mp 2nd sg κεντάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κεντάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κεντάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κεντάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) κεντάω imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντω — κεντόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κεντόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντίζω — κεντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κεντώ σχηματισμένος από τον αόρ. εκέντησα (πρβλ. κεντώ, ἐκέντησα κεντίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
διακεντώ — (AM διακεντῶ, έω) [κεντώ] 1. κεντώ κάτι πέρα ώς πέρα, διατρυπώ 2. στολίζω με κεντήματα, πλουμίζω αρχ. ενεργώ παρακέντηση … Dictionary of Greek
κεντησιά — η [κεντώ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού κεντώ, κέντηση, κεντιά 2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμηση β) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα … Dictionary of Greek
παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ … Dictionary of Greek
περιστίζω — Α 1. κεντώ κάτι ολόγυρα, στολίζω ολόγυρα με στίγματα 2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάτι άλλο 3. γραμμ. δηλώνω κάτι με στίξη, βάζω σημείο στίξης 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) περιεστιγμένος, η, ον αυτός που έχει σημειωθεί με στίξη.… … Dictionary of Greek
προσεπινύσσω — Α κεντώ, τρυπώ επίσης με οξύ όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπινύσσω «κεντώ»] … Dictionary of Greek